Τα πρώτα χρόνια η ομάδα του Παναιγειρατικού έδινε τους «αγώνες» της κόντρα στις υπόλοιπες παρέες του χωριού στον κύριο προαύλιο χώρο του «Φιλίππειου» Γυμνασίου της Αιγείρας, μπροστά από το παλαιό κεντρικό κτίριο. Το μεγαλύτερο σχολικό συγκρότημα της κωμόπολης ήταν ο ιδανικότερος τόπος για οποιαδήποτε μορφή αθλητικής δραστηριότητας τα αυγουστιάτικα απογεύματα, την ώρα που ο ήλιος αποφάσιζε να συνεχίσει το ταξίδι του μακριά από την αχαϊκή γη. Το «Γυμνάσιο», άλλωστε, βρισκόταν ακριβώς δίπλα στα σπίτια των περισσότερων παιδιών της παρέας, πάνω στη σημερινή οδό Ξενάρχου και δίπλα στην Όττο Βάλτερ.
Την εποχή εκείνη, έως το 1997, ο συγκεκριμένος χώρος καλυπτόταν από χώμα, κατά συνέπεια, οι «ομηρικές» μάχες των παιδιών σήκωναν «τόνους» σκόνης και αναστάτωναν όλη τη γειτονιά! Το «Γυμνάσιο», εκείνα τα μακρινά καλοκαίρια της πολύβουης ακόμη Αιγείρας, αποτελούσε τον βασικό «πνεύμονα ζωής» του χωριού. Από τις πρώτες απογευματινές ώρες πλήθος κόσμου μαζευόταν για να «προλάβει» κάποιον χώρο για να μπορέσει να αθληθεί. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, στις μπασκέτες, επιδίδονταν σε πολύωρα 3on3 («μονάκια» τα έλεγαν τότε), την ίδια ώρα που, λίγα μέτρα πιο πέρα, οι μικρότεροι και πιο «φασαριόζοι» κλωτσούσαν τη μπάλα προσπαθώντας να τη στείλουν στα δύο ιδιότυπα τέρματα: την πέτρινη βρύση και τη μεγάλη συρόμενη καγκελόπορτα πάνω στο δρόμο.
Εκείνο τον καιρό, εμφανίστηκαν και τα πρώτα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που ξεχώρισαν την «παρέα του Ντοά» από τις υπόλοιπες, πολυάριθμες, καλοκαιρινές συντροφιές στην Αιγείρα. Η «ομάδα» του Παναιγειρατικού ήταν η πρώτη που παρουσίασε αξιοζήλευτη σταθερότητα στη σύνθεσή της και γρήγορα εξελίχθηκε σε «κλειστό» κλαμπ, πράγμα αδιανόητο έως τότε για τα δεδομένα καλοκαιρινής παιδικής ομάδας. Σταδιακά, ο Παναιγειρατικός άρχισε να αποκτά συλλογική συνείδηση και να μεταβάλλεται σε πραγματική ΟΜΑΔΑ με κοινό σκοπό, πάνω από εγωισμούς. Η «παρέα» που κάθε μέρα αντάμωνε στην παραλία, συναντιόταν για καφέ στο «Πυθάρι» και διασκέδαζε μαζί τα βράδια στα «ηλεκτρονικά» στο «Κοράλι», ανανέωνε το ραντεβού της τα απογεύματα στο «χωμάτινο» του Γυμνασίου για να αντιμετωπίσει τις υπόλοιπες «ομάδες» που ήθελαν να την «κοντράρουν». Η παιδική φαντασία και η νεανική όρεξη για μπάλα έσμιγαν σε ένα δυναμικό μείγμα. Τα βασικά συστατικά της επιτυχίας ήταν ήδη εκεί.
Επιτυχίες με το «καλημέρα»
Το καλοκαίρι του 1996 έφερε τον πρώτο «τίτλο» για τον Παναιγειρατικό. Σε μια άτυπη μορφή ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, που θα κρατούσε για πολλά ακόμη χρόνια, ο «νικητής», η «καλύτερη αυγουστιάτικη ομάδα» της Αιγείρας, αναδεικνυόταν μέσα από μια σειρά αγώνων χωρίς καμία έννοια προγράμματος. Οι αντίπαλες ομάδες άλλαζαν συνεχώς μέλη, την ίδια ώρα που ο Παναιγειρατικός, ανέπτυσσε, κατά κύριο λόγο, σταθερό και οργανωμένο ρόστερ. Η επιτυχία ήταν μονόδρομος για τα παδιά της Όττο Βάλτερ που κατάφερναν έκτοτε, κάθε καλοκαίρι (μέχρι το 2005!) να βγαίνουν πρώτοι στο... μέτρημα των αποτελεσμάτων που σε αυτό το «ιδιότυπο» όσο και πρωτόγονο από οργανωτικής άποψης θερινό «Πρωτάθλημα Αιγείρας» αποτελούσε και το μόνο «ασφαλές» κριτήριο ανάδειξης του πρωταθλητή, ή πιο σωστά της καλύτερης ομάδας!
«Προαιώνια» κόντρα
Στα πρώτα εκείνα χρόνια ανάγεται και η «αιώνια» αντιπαλότητα του Παναιγειρατικού με την παρέα του «Αίαντα», ένα συγκρότημα γηγενών κυρίως παιδιών που τέθηκε αμέτρητες φορές αντιμέτωπο με τη νέα οργανωμένη ομάδα. Τα παιδιά που ανήκαν στον Αίαντα, προερχόμενα από τη «γειτονιά» του κέντρου της Αιγείρας, κοντά στο δημαρχείο της πόλης, δεν είδαν ποτέ με «καλό μάτι» τη δημιουργία μιας νέας ποδοσφαιρικής δύναμης στελεχωμένης αρχικά τουλάχιστον από Αθηναίους και Πατρινούς παραθεριστές.
Στη συνέχεια, βέβαια, την παρέα των «ξένων» θερινών επισκεπτών άρχισαν να εμπλουτίζουν και παιδιά γεννημένα και μεγαλωμένα στην Αιγείρα, τη φυσική έδρα της ομάδας, όπως ήταν κυρίως ο «τεχνίτης» Μιχάλης Οικονόμου, αλλά και ο μετέπειτα άσος της Θύελλας Αιγείρας Χρήστος Φακίτσας με τον Γιώργο Γεωργακόπουλο από το Λαμπινού. Ο Παναιγειρατικός με τις ολόλευκες φανέλες και τα σκουρόχρωμα σορτσάκια σύντομα απέκτησε τους πρώτους φίλους του, κυρίως μέσα από τον στενό κύκλο των γνωστών όσων τον αποτελούσαν. Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν άλλαξε. Οι νέες ιδέες και ο αέρας αλλαγής νοοτροπίας που έφερνε μαζί του ο ΑΟΠ στην Αιγείρα δεν άρεσαν στους «παλιούς» της περιοχής. Ο Αίας παρέμεινε από τότε μέχρι και τις ημέρες μας ο «άσπονδος» εχθρός του Παναιγειρατικού, με την «κόντρα» των δύο «αιωνίων» να αντέχει στο χρόνο, δίνοντας πάντοτε ξεχωριστό χρώμα στις μεταξύ τους αναμετρήσεις.
«Πόλεμος» στις... μπασκέτες
Μετά το 1998, η «δράση» μετατοπίσθηκε λίγα μέτρα ανατολικότερα, στο μικρότερο γήπεδο μπάσκετ του Γυμνασίου, ακριβώς πίσω από το περίφημο «κυλικείο», τον κύριο χώρο συναντήσεων της παρέας του Παναιγειρατικού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας. Τα ματς της Αρμάδας κόντρα σε αντίπαλες ομάδες από την Αιγείρα αλλά και την Αθήνα άφησαν εποχή και αποτέλεσαν τον «σπόρο» της μετέπειτα μεγάλης ομάδας του «Δημοτικού». Αγώνες απίστευτου πάθους αλλά και απαράμμιλης σκληρότητας, παιχνίδια δύναμης και πολύ λιγότερο τακτικής, οι αναμετρήσεις απένεναντι στις υπόλοιπες παρέες της περιοχής, με «θρυλικές» παρουσίες που πέρασαν στην ιστορία με τα... «περίεργα» ονόματα «τσιροτάκιας», «αδελφός του τσιροτάκια», «Θύμιος», «Μάκης», γράφτηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων του ΑΟΠ ως τα πρώτα πραγματικά «ντέρμπι» που έδωσε ποτέ η νέα ομάδα. Αναμετρήσεις γοήτρου, σε ένα μικρό αγωνιστικό χώρο που έδινε προβάδισμα στους σκληροτράχηλους πρωτοπόρους αμυντικούς του Παναιγειρατικού να εκμεταλλευθούν τη δύναμή τους κρίνοντας την τύχη των αγώνων, που μερικές φορές έφταναν να τελειώνουν μετά τη δύση του ήλιου, μέσα στο σκοτάδι! Εκείνες ήταν και οι πρώτες «μάχες» που προσέδωσαν στην «οπισθοφυλακή» του ΑΟΠ τον διαχρονκό χαρακτήρα της ως της πλέον αποτελεσματικής και επιτυχημένης γραμμής στη «μελανόλευκη» διάταξη.
Ακόμη περισσότεροι «πιστοί»
Την ίδια ώρα, ο Παναιγειρατικός μεγάλωνε καθώς νέα μέλη προθέτονταν στο ήδη συγκροτημένο δυναμικό του. Πλάι στην παρέα του ’96, βρέθηκαν πολλοί ακόμη νέοι άνθρωποι που επιθυμούσαν να παίξουν ποδόσφαιρο στην πιο οργανωμένη παιδική ομάδα της Αιγείρας. Ο «οδοστρωτήρας» της επίθεσης του ΑΟΠ Κωνσταντίνος Χριστοφόρου, ήταν σίγουρα ένα από τα ονόματα που άφησαν «εποχή» τα τελευταία καλοκαίρια του 20ου αιώνα στο γηπεδάκι του «Γυμνασίου». Δυνατός, αθλητικός, ήταν μια κλάση ανώτερος από τους αντιπάλους αμυντικούς, και κατάφερε να πετύχει αρκετά σημαντικά γκολ. Την ίδια ώρα, στα «μετόπισθεν», ο «Καμινιώτης» Γιάννης Παπαδόπουλος παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα εφαρμογής του αμυντικού δόγματος «ή η μπάλα ή ο παίκτης», με δείγμα γραφής το σκληρό αλλά αποτελεσματικό παιχνίδι του, ενώ ο παρτενέρ του στη «μελανόλευκη» ανασταλτική γραμμή, Νίκος Κατσούρης, έγραφε ιστορία με τις κινήσεις «καράτε» στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει τις αντίπαλες επιθέσεις... Στο Γυμνάσιο «ανδρώθηκε» ποδοσφαιρικά ο μετέπειτα αρχηγός της ομάδας Γιώργος Ντοάς αλλά και όλα τα υπόλοιπα παιδιά που είχαν αποφασίσει λίγα χρόνια πριν να οργανώσουν το παιχνίδι τους γύρω από τον Παναιγειρατικό. Στο χώρο εκείνο ο Δημήτρης Μάντζος παρέδωσε τα «κλειδιά» του τέρματος της ομάδας στον μικρότερο αδελφό του Διονύση. Εκεί έκαναν τα πρώτα ποδοσφαιρικά τους βήματα πολλά «ιστορικά» μέλη του ΑΟΠ, όπως οι Χάρης Πλούμης και Πέτρος Κατσούρης κι εκεί ήταν που άρχισε να «χτίζεται» ο θρύλος γύρω από το όνομα του κορυφαίου «μελανόλευκου» στράικερ όλων των εποχών, «ναυάρχου» Φίλιππου Κρεκούκια.
Το «Γυμνάσιο» στάθηκε το πιο καλό «σχολείο» για την παρέα του Παναιγειρατικού, στο πιο κρίσιμο ίσως στάδιο της ιστορίας της. Πάντοτε φιλόξενο, άλλοτε φιλικό κι άλλοτε σκληρό, το πρώτο γήπεδο του ΑΟΠ δυνάμωσε τους χαρακτήρες των παιδιών του και τα ένωσε γύρω από την υπερατομική ιδέα της ΟΜΑΔΑΣ. Όλοι τους αποφοίτησαν αριστούχοι...